προθέρμανσις

προθέρμανσις
προθέρμ-ανσις, εως, ,
A previous warming, Procl.Sacr.p.149 B., Simp.in Cat.248.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προθέρμανσις — previous warming fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθερμάνσεσι — προθέρμανσις previous warming fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προθέρμανση — η / προθέρμανσις, άνσεως, ΝΑ [προθερμαίνω] η εκ τών προτέρων θέρμανση νεοελλ. 1. (μηχανολ.) προκαταρκτική θέρμανση ύδατος για τροφοδότηση ατμολέβητα ή μηχανής 2. (αθλ.) προετοιμασία για αγώνα με ελαφρές ασκήσεις 3. ιατρ. μια από τις βασικές αρχές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”